<< english
ελληνικά>>
<< türkçe
 
  • αποσπάσματα από το βιβλίο Νασρεντίν Χότζας. Ιστορίες και χωρατά απο τη Μικρά Ασία και τον Ελλαδικό χώρο (Εκδόσεις Κέντρο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού).

Το βιβλίο κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία (2η έκδοση)

Μήπως αρχίσει τις μετάνοιες.
Σε κάποιο ταξίδι του ο Χότζας μπαίνει να περάσει τη νύχτα του σ’ ένα παμπάλαιο χάνι. Πέφτει για ύπνο αλλά από το φόβο και την αγωνία του δεν μπορεί να κλείσει μάτι. Oλη νύχτα, από το ταβάνι ακούγονται θόρυβοι σαν να τρίζουν τα δοκάρια της σκεπής.
Το πρωί, πολύ νωρίς, κι ενόσω ετοιμάζεται να εγκαταλείψει το ετοιμόρροπο κτήριο, συναντάει στην πόρτα τον ξενοδόχο. Του λέει για τους νυχτερινούς θορύβους και τον συμβουλεύει να πάρει κανένα μάστορα να του φτιάξει το ταβάνι. Ο άλλος, με δουλικό χαμόγελο, πασχίζει να δικαιολογήσει την κατάσταση στον άνθρωπο του Θεού.
«Χωρίς λόγο φοβήθηκες, Χότζα μου. Οι θόρυβοι που άκουσες ήταν οι φωνές του κτηρίου που δοξολογούσαν το Θεό! Εσύ, άλλωστε, ξέρεις καλύτερα από τον καθένα πως όλα τα όντα του σύμπαντος υμνούν το Θεό διαρκώς και ακατάπαυστα!»
Κι ο Χότζας: «Μα ναί, φίλε μου, γι’ αυτό το λόγο ανησύχησα κι εγώ. Είπα, μήπως μετά τους ύμνους αρχίσει και τις μετάνοιες το ευλογημένο το ερείπιο!»

Παρηγοριά
Η γυναίκα και ο γάιδαρός του ήταν οι μεγάλες αγάπες του Χότζα. Όμως, μέσα σε μια χρονιά έχασε και τους δύο.
Πρώτα πέθανε η γυναίκα του. Την πένθησε για λίγο και, πάνω που η ζωή του άρχισε να κυλάει κανονικά, χάνει και το αγαπημένο του ζωντανό.
Μετά το δεύτερο χαμό πια, ήταν απαρηγόρητος. Δεν έτρωγε, δε γελούσε, δε μίλαγε σε κανένα. Έμενε διαρκώς κλεισμένος στο σπίτι και πενθούσε.
Βλέποντάς τον οι συγχωριανοί του σ’ αυτή την κατάσταση είπαν, πως αν πάει έτσι το πράγμα, θα τον χάσουν. Ετοιμάζουν λοιπόν ο καθένας κι από ένα δωράκι: οι φημισμένες μαγείρισσες του χωριού φτιάχνουν μεζέδες και νόστιμα καλούδια, τα παιδιά μαζεύουν λουλούδια και μανιτάρια απ’ το δάσος κι όλοι μαζί έρχονται στο Χότζα να τον παρηγορήσουν και να τον παρακαλέσουν να σταματήσει πια αυτό το βαρύ πένθος και να βγει επιτέλους στον κόσμο. Στις μαύρες του ο Χότζας ανοίγει την πόρτα, τους καλωσορίζει κι ο καθένας του προσφέρει ό,τι έχει φέρει.
Σε μια στιγμή κάποιος τον ρωτάει «Χότζα μου, γιατί τόσο μεγάλη στενοχώρια για το γάιδαρό σου; Έτσι δεν πένθησες ούτε τη γυναίκα σου!»
«Πώς να μην πενθώ;» λέει με παράπονο. «Όταν πέθανε η γυναίκα μου, τρέξατε αμέσως όλοι, με παρηγορήσατε, μου είπατε πως ήταν θέλημα Θεού και να μη στενοχωριέμαι, μου υποσχεθήκατε πως θα μου βρείτε άλλη γυναίκα, και ξεκινήσατε να μου κάνετε προξενιά για να ξαναπαντρευτώ. Έτσι κι εγώ ξέχασα τον πόνο μου. Όταν όμως έχασα τον γάιδαρό μου, κανένας δεν ασχολήθηκε μαζί μου. Ούτε με παρηγορήσατε, ούτε καινούργιο γάιδαρο μου τάξατε!»

Το μαγικό σπαθί
Χάζευε μια μέρα ο Χότζας στο παζάρι του χωριού και βλέπει κόσμο μαζεμένο γύρω από έναν τσαρλατάνο που προσπαθούσε να πουλήσει ένα σπαθί ισχυριζόμενος πως είναι μαγικό γιατί κάποτε ανήκε σε κάποιον άγιο.
«Όταν το κρατάς στο χέρι και πολεμάς τους απίστους, το μήκος του τριπλασιάζεται» φώναζε.
Ο κόσμος άκουγε με προσοχή, μερικοί έπαιρναν στα χέρια το σπαθί και το περιεργάζονταν, ενώ κάποιοι έδειχναν έτοιμοι ακόμα και να πληρώσουν αδρά για να το αποκτήσουν
Τι να κάνει ο Χότζας για να τους ξυπνήσει; Τρέχει σπίτι του, αρπάζει τη μασιά από το τζάκι κι επιστρέφει στο παζάρι. Στέκεται απέναντι από το σημείο όπου τσακώνονταν για το ποιος θα χρυσοπληρώσει πρώτος το μαγικό όπλο του αγίου κι αρχίζει να φωνάζει.
"Μαγική μασιά, μαγική μασιά! Ανήκει στην αγία γυναίκα μου. Όταν μου την πετάει μέσα τον καβγά το μήκος της τετραπλασιάζεται. Πάντα με πετυχαίνει, πότε στην πλάτη, πότε στο κεφάλι, δε λαθεύει ποτέ. Εδώ η μαγική μασιά!»

Μαγιά στη λίμνη
Μια μέρα ο Χότζας παίρνει λίγη μαγιά γιαουρτιού και πηγαίνει στη μεγάλη λίμνη του Ακσεχίρ, της πόλης που ζει. Προσθέτει λίγο νερό από τη λίμνη στη μαγιά και, σιγά σιγά με το κουτάλι, αρχίζει να ρίχνει τη μαγιά στη λίμνη ανακατεύοντάς την με τα νερά όπως ακριβώς κάνουν οι γιαουρτάδες με το χλιαρό γάλα.
Περνάει κάποιος από κει, τον βλέπει και ρωτάει τι κάνει στα νερά της λίμνης με το κουτάλι στο χέρι.
«Ρίχνω μαγιά στη λίμνη να την κάνω γιαούρτι» του απαντάει
Έκπληκτος ο άλλος, «μα Χότζα μου, τη μαγιά τη βάζουμε στο γάλα, όχι στο νερό. Είναι δυνατόν να γίνει γιαούρτι όλη η λίμνη;» του λέει, αγνοώντας το επαναστατικό πνεύμα του Χότζα.
«Μωρέ, αυτά που ξέρεις εσύ, τα ξέρω κι εγώ. Σκέψου όμως να πιάσει η μαγιά!»

Για να κοιμηθεί
Έρχεται μια μέρα μια κυρία και του ζητάει να της προτείνει κάτι για το παιδάκι της που δεν κοιμάται τα βράδια. Ο Χότζας πηγαίνει στο σεντούκι όπου φυλάει τα βιβλία και βγάζει από μέσα έναν ογκώδη τόμο φιλοσοφικού περιεχομένου.
«Δόστου του αυτό το βιβλίο και σίγουρα θα κοιμηθεί. Όποτε το διαβάζουν οι μαθητές μου, τους παίρνει αμέσως ο ύπνος».


Τί τρώει;
Την εποχή του Χότζα οι ιερείς δεν ήταν υπάλληλοι και δεν πληρώνονταν από το κράτος ζούσαν με τις ελεημοσύνες των πιστών της ενορίας, μ’ αυτά που λέμε «τυχερά».
Κάποτε ο Χότζας υπηρετούσε σε μια ενορία με πολύ τσιγκούνηδες ανθρώπους που "δεν έδιναν τ’ αγγέλου τους νερό", πόσο μάλλον μπαξίσι στον ιερέα. Υπέφερε ο καημένος αλλά, παρόλα αυτά, συνέχιζε με συνέπεια το πνευματικό του έργο.
Μιά μέρα στο κήρυγμα του, ανέφερε στους πιστούς πώς, σύμφωνα με την ισλαμική θρησκεία, ο Ιησούς είναι ένας από τους προφήτες του Αλλάχ. Μετά το τέλος του κηρύγματος έρχεται μια κυρία και τον ρωτάει: «Χότζα μου, είπες πως ο προφήτης Ιησούς ζει στο τέταρτο επίπεδο του ουρανού. Απορώ τί βρίσκει να φάει και να πιει εκεί πάνω, που δεν υπάρχει τίποτα εκτός από αέρα;»
Ο Χότζας, ξέροντας πως η κυρία είναι η καλύτερη μαγείρισσα της ενορίας αλλά αυτός ούτε ένα ντολμαδάκι από τα χέρια της δεν έχει δοκιμάσει, «κυρά μου, εδώ δε σκέφτεσαι τί τρώει και τί πίνει ο Χότζας που ζει δίπλα σου και σκέφτεσαι τον Προφήτη που ζει στον τέταρτο ουρανό;» απαντάει με πικρία.

Αφού δεν πάει το βουνό στο Μωάμεθ …
Πολλές φορές η υπερβολή είναι κομμάτι της καθημερινότητας. Στην παρέα, όταν μάλιστα γίνεται χρήση ποτού και ναργιλέ, συχνά λέγονται τα πιο απίστευτα πράγματα.
Ο Χότζας κάθεται ένα μεσημέρι με την παρέα του κι έτσι που τρώνε, πίνουν και καπνίζουν, λέγοντας ο καθένας ό,τι του κατέβει, παίρνει φόρα και ισχυρίζεται πολύ σοβαρά πως είναι άγιος.
«Αν είσαι άγιος, κάνε ένα θαύμα» του φωνάζει κάποιος.
«Πείτε τί θέλετε κι εγώ θα το κάνω» απαντάει αυτός.
«Να διατάξεις το βουνό να έρθει εδώ μπροστά μας!»
Ο Χότζας, με ύφος Μωυσή, σηκώνεται από τη θέση του, πηγαίνει στο παράθυρο και καλεί το βουνό να σηκωθεί και να έρθει αμέσως κοντά του. Το βουνό όμως δε συνεργάζεται και, πριν αρχίσουν οι υπόλοιποι να αμφισβητούν την αγιοσύνη του, ο Χότζας πηδάει από το παράθυρο και παίρνει το δρόμο κατά ’κει.
«Που πας, Χότζα μου;» του φωνάζουν οι φίλοι του.
«Αφού δεν πάει το βουνό στο Μωάμεθ, πάει ο Μωάμεθ στο βουνό!» απαντάει εκείνος.

Τόσα χρόνια Θεός …
Ένας μικρός στάβλος κι ο αγαπημένος του γάιδαρος ήταν η μόνη περιουσία του Χότζα. Η γυναίκα του όμως τον έτρωγε να πάρουν μια αγελάδα.
«Ν’ αγοράσουμε, Χότζα μου μια αγελάδα! Και το φρέσκο γάλα μας θα έχουμε κάθε μέρα, και θα φτιάχνουμε τα δικά μας τυριά.»
«Δε χωράει ο στάβλος δύο ζώα, μωρέ γυναίκα, είναι μικρός» της έλεγε εκείνος.
Πες πες αυτή όμως τον έπεισε. Πάει ο Χότζας στο παζάρι, αγοράζει μια αγελάδα και τη βάζει στο στάβλο μαζί με το γάιδαρο.
Ο καιρός περνάει κι ο Χότζας παρατηρεί με λύπη πως ο γάιδαρος, στριμωγμένος στη γωνιά του, υποφέρει από την τεράστια αγελάδα .
«Θεούλη μου, δεν μπορείς να πάρεις την ψυχή αυτής της αγελάδας να ηρεμήσει πια ο γαϊδαράκος μου;» παρακαλεί το Θεό καθημερινά.
Ώσπου μια μέρα ανοίγει την πόρτα του στάβλου και τί να δει! Το γάιδαρο ψόφιο στο πάτωμα και την αγελάδα δίπλα του να μασουλάει ανέκφραστη τα άχυρά της. Πολύ στενοχωρημένος, πιάνει το ψόφιο ζώο από την ουρά, το σέρνει έξω και πηγαίνοντάς το να το θάψει κοιτάζει προς τον ουρανό κουνώντας το κεφάλι του.
«Τί να σου πω; Τόσα χρόνια Θεός και δεν έχεις μάθει να ξεχωρίζεις το γάιδαρο από την αγελάδα!» λέει στον παντοδύναμο.

Όποτε συναντηθούν
Του λένε μια μέρα πως η γυναίκα του τριγυρνάει διαρκώς κι όλο επισκέψεις κάνει.
«Μπά, δεν το πιστεύω. Αν πράγματι ήταν έτσι, θα πέρναγε κι από το σπίτι καμιά φορά» απαντάει ο Χότζας, αλλά οι φίλοι του επιμένουν.
«Κοίτα, καημένε, να της πεις να κάθεται στο σπίτι της» του λένε.
«Εντάξει! Άν τύχει και τη συναντήσω, θα της το πω».

Κουβέντα να γίνεται
Ένα βράδυ που είχε τρυφερές διαθέσεις ο Χότζας, για ν’ ανοίξει κουβέντα ρωτάει τη γυναίκα του:
«Χανουμάκι μου γλυκό, το γείτονα μας τον Μεμέτ, τον παπουτσή, πώς τον λένε;»
Φαίνεται πως η χανούμισσα δεν είχε και πολύ διάθεση κι απάντησε κοφτά:
«Μόνος σου το είπες, Μεμέτ τον λένε.»
«Συγγνώμη, γλυκιά μου, τι δουλειά κάνει, ήθελα να πω.»
«Παπουτσής! Αφού εσύ το είπες, τί με ρωτάς;»
«Αχ, πάλι λάθος έκανα! Ήθελα να ρωτήσω πού μένει, ψυχή μου!»
«Θα μας τρελάνεις, αφέντη! Γείτονάς μας δεν είπες πως είναι;»
Μετά τη χαριστική βολή ο Χότζας παραδίνει τα όπλα και, γυρίζοντας από την άλλη πλευρά του κρεβατιού, μουρμουρίζει χολωμένος:
«Αμάν ρε γυναίκα, ώρες ώρες δε μιλιέσαι!»

Βιρτουόζος!
Είναι με την παρέα του ο Χότζας κι αρχίζουν να τρώνε και να πίνουν. Δεν έχουν όμως μουσικούς και, ανατολίτικο φαγοπότι χωρίς μουσική δε γίνεται. Σκέφτονται τι μπορούν να κάνουν και σε μια στιγμή ρωτούν το Χότζα αν ξέρει να παίζει μπαγλαμά.
«Φυσικά και ξέρω!» απαντάει.
Του δίνουν έναν μπαγλαμά και περιμένουν να παίξει για να συνοδέψουν το σκοπό με τραγούδι. Πιάνει αυτός την πένα κι αρχίζει να βαράει τις χορδές.
«Τι κάνεις, Χότζα μου, δεν παίζουν έτσι μπαγλαμά!» του φωνάζει κάποιος. «Με το δεξί χτυπάς τις χορδές και με το αριστερό ψάχνεις πάνω κάτω τις νότες!»
«Αυτοί που ψάχνουν πάνω κάτω τις νότες είναι αρχάριοι? δεν τις έχουν μάθει ακόμα. Εγώ τις νότες τις έχω βρει, δεν χάνω χρόνο στο ψάξιμο!»

Πόσα πόδια έχει η χήνα;
Έσφαξε μια χήνα ο Χότζας, την έψησε στο φούρνο, φορτώθηκε το ταψί και ξεκίνησε να την πάει ρεγάλο στο σουλτάνο. Στο δρόμο όμως, έτσι όπως μοσχοβολούσε το κρέας, πολύ το ορέχτηκε. Διακριτικότατα τσιμπάει ένα κομματάκι από το μπούτι, το τρώει και τρελαίνεται από τη νοστιμιά.
«Μωρέ τι ωραία που την έψησα!» μονολογεί και, πολύ επιδέξια κόβει όλο το μπούτι και το καταβροχθίζει.
Μόλις όμως συνειδητοποιεί τι έκανε, πιάνει το ψητό, το αναποδογυρίζει και βάζει την πειραγμένη μεριά από κάτω, ελπίζοντας ότι ο σουλτάνος θα φάει το μπούτι που φαίνεται, θα χορτάσει, και δεν θα αναζητήσει το δεύτερο.
Για κακή του τύχη όμως ο αγαπημένος μεζές του Ταμερλάνου είναι τα μπούτια και, μόλις τρώει το ένα, αναποδογυρίζει το ψητό αναζητώντας και το δεύτερο.
Φυσικά δεν το βρίσκει και βγαίνει από τα ρούχα του.
«Χότζα, το δεύτερο μπούτι τί τό ’κανες;»
Ο φουκαράς ξεφούρνισε ό,τι του κατέβηκε εκείνη τη στιγμή.
«Ξέρεις, πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, εδώ στα μέρη μας οι χήνες έχουν μόνο ένα πόδι!»
Ο Μογγόλος σηκώνεται από το θρόνο του, παίρνει το Χότζα από το χέρι και τον πάει στη βρύση του χωριού, όπου μαζεύονταν οι χήνες. Ήταν μια παγωμένη χειμωνιάτικη μέρα και τα πουλιά είχαν χώσει το ένα τους πόδι μέσα στο φτέρωμά τους για να το ζεστάνουν όπως κάνουν όλα τα νηκτικά πτηνά. Όλες λοιπόν οι χήνες στέκονταν στο ένα τους ποδάρι.
Βλέποντάς τις ο Χότζας παίρνει θάρρος και λέει στο σουλτάνο: «Βλέπεις και μόνος σου, άρχοντά μου! Οι χήνες έχουν μόνο ένα πόδι!»
Ο Ταμερλάνος διατάζει έναν απ’ τους παρευρισκόμενους να πετάξει τη μαγκούρα του στις χήνες. Τα πουλιά τρομοκρατημένα τρέχουν ξεφωνίζοντας δεξιά κι αριστερά με τα δυο τους πόδια φυσικά.
«Τί έχεις να πεις τώρα, Χότζα; Οι χήνες έχουν ένα πόδι;» τον ρωτάει σαρκαστικά ο σουλτάνος.
«Πολυχρονεμένε μου, αν αυτή η μαγκούρα έπεφτε πάνω στο δικό σου το κεφάλι, τώρα θα έφευγες με τα τέσσερα. Αυτό όμως δε σημαίνει πως είσαι και τετράποδο!»